- καϊμακάμης
- και καϊμεκάμης, ὁ (Μ καϊμακάμης)(στην Τουρκία)1. (τίτλος ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου) τοποτηρητής, υποδιοικητής2. αντισυνταγματάρχης τού τουρκικού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaymakam].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καϊμακάμης — ο (λ. τουρκ.), τίτλος ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου στην Τουρκία, καθώς επίσης και στρατιωτικός βαθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αργυρόπουλος, Γεώργιος — Φιλικός από την Κωνσταντινούπολη. Το 1812 ήταν καϊμακάμης (έπαρχος) του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία … Dictionary of Greek
caimacam — CAIMACÁM, caimacami, s.m. 1. Locţiitor al unor demnitari (turci). ♢ Compus: caimacam aga = locţiitor al marelui vizir. 2. Locţiitor al domnului, însărcinat cu administrarea Moldovei şi Ţării Româneşti până la instalarea pe tron a noului domn. 3.… … Dicționar Român